- υποδηματοκαθαριστήριο(ν)
- το будка чистильщика обуви
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υποδηματοκαθαριστήριο — το, Ν κατάστημα καθαρισμού και βαφής υποδημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποδηματοκαθαριστής + κατάλ. τήριο*] … Dictionary of Greek
υποδηματοκαθαριστής — ο, Ν 1. ο εργαζόμενος σε υποδηματοκαθαριστήριο 2. στιλβωτής υποδημάτων, λούστρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπόδημα, υποδήματος + καθαριστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek